-
1 ἐπιρρέω
A : [tense] aor. 1 [voice] Act.- ερρευσα Procop.Aed.4.6
: [tense] pf.- έρρευκα Gal.
ap. Orib.51.36.17: [tense] aor. 2 [voice] Pass.- ερρύην Hp.Nat.Hom.1
, etc.:—flow upon the surface, float, καθύπερθενἐπιρρέει ἠΰτ' ἔλαιον Il.2.754
.2. flow in besides, keep on flowing,ποταμοῖσι.. ἐμβαίνουσιν.. ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ Heraclit.12
; ἐπιρρεόντων ποταμῶν (into the sea), Ar.Nu. 1294;χολὴ πλείων ἐπιρρέουσα Pl.Ti. 85e
; ἄνωθεν ἐπὶ τὰς ἀρούρας ib. 22e: metaph. of large bodies of men, stream on,ἐπέρρεον ἔθνεα πεζῶν Il.11.724
; ἐπιρρεόντων τῶν Ἑλλήνωνκαὶ γινομένων πλεύνων Hdt.9.38
;ἐ. ὄχλος Γοργόνων Pl.Phdr. 229d
; of a flood of topics, Id.Tht. 177e;ὄχλος πολὺς ἄμμιν ἐπιρρεῖ Theoc.15.59
; of the ἀπόρροιαι of Democritus, Plu.2.733d: c. inf., τὸπλῆθος τῶν εἰπεῖν ἐπιρρεόντων Isoc.12.95
: metaph. also, οὑπιρρέων χρόνος onward-streaming time, i.e. the future, A.Eu. 853; ὄλβου ἐπιρρυέντος if wealth accumulates, E.Med. 1229;ἀγαθῶν ἐπιρρεόντων X. Ap.27
;πολλὴ αὔξη ὅταν ἐ. πόνων Pl.Lg. 788d
; τὰ ἐπιρρέοντα the stream of wealth, Aen.Gaz. Thphr.p.27 B.3. c. gen., [ τρίποδες] οἴνου ἐπέρρεον flowed with wine, Philostr.VA3.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρέω
См. также в других словарях:
επιρρέω — (Α ἐπιρρέω) [ρέω] 1. ρέω στην επιφάνεια, χύνομαι πάνω σε κάτι («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπιρρέομαι ποτίζομαι, αρδεύομαι αρχ. 1. εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι («ποταμοῑσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.) 2.… … Dictionary of Greek